30 Απρ 2015

Ζώντας στη δεκαετία του ΄50

Οδός Σταδίου, την δεκαετία του ΄50
Μια από τις πιο αγαπημένες μας παλιές φωτογραφίες της Αθήνας. Έχεις την ψευδαίσθηση, ότι βλέπεις μια πόλη με μεγάλο αστικό βάθος. Νομίζω ότι ο μεσοπόλεμος και οι δεκαετίες του ’50 και του ’60 ήταν οι καλύτερες της Αθήνας.

Μιλάμε μάλλον, για τις αρχές της δεκαετίας του ’50. Το μόνο αναγνωρίσιμο σημείο αναφοράς το οποίο επιβιώνει μέχρι και σήμερα, δεξιά, ένα τμήμα του Εθνικού Τυπογραφείου.

Η αριστερή όχθη είναι δυστυχώς σχεδόν ολοκληρωτικά αποψιλωμένη, ενώ σχετικά καθαρά διακρίνεται δεξιά το μεγαλοπρεπές Μέγαρο Αθηνογένους (δεύτερο κτίριο μετά το Τυπογραφείο) που σήμερα έχει τα χάλια του. Στο βάθος, ίσα που φαίνεται η Ομόνοια με το κατεδαφισμένο σήμερα Θέατρο Κοτοπούλη. Περισσότερο, όμως, και από τα κτίρια, ενδιαφέρον παρουσιάζει η καταπληκτική ατμόσφαιρα του δρόμου. Τα προσεγμένα ντυσίματα των Αθηναίων της εποχής μαρτυρούν μια ηλιόλουστη χειμωνιάτικη μέρα, το ρολόι δείχνει δέκα παρά είκοσι το πρωί και τα πολλά αναμμένα τσιγάρα μάς βοηθούν να καταλάβουμε, ότι κάποτε το κάπνισμα ήταν πολύ της μόδας και εξαιρετικά σικ.

Λεωφορεία του ’50 στους δρόμους της Αθήνας       Τραγικά μικρά, με κακό αερισμό σαρδελλοποιούσαν τους (συνήθως άπλυτους) επιβάτες. 
Στο ταβάνι δεξιά και αριστερά υπήρχε ένα οριζόντιο λουρί που άμα το τραβούσες κτύπαγε το κουδούνι για να κάνει στάση. 
Χαρακτηριστικά στο λεωφορείο 
Οι καθαρευουσιάνικες επιγραφές "ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ ΤΟ ΚΑΠΝΙΖΕΙΝ" και "ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ ΤΟ ΠΤΥΕΙΝ". 

Βέβαια το πολιτισμικό επίπεδο του πτύοντος, ήταν και ανάλογον του μορφωτικού του επιπέδου: αγραμματοσύνη του κερατά και η απαγόρευση ήταν γι΄αυτόν πλήρως ακατανόητη. Τα πρώτα χρόνια η επιβίβαση γινόταν αυθαίρετα από οποιαδήποτε πόρτα, ο εισπράκτορας ξαναπερνούσε για να κόψει τα εισιτήρια των νεοεπιβιβασθέντων. Το ίδιο ίσχυε και γιά την αποβίβαση. Ακουγόταν και η παράκληση των (Μικρασιατών) επιβατών: "Εισπράκτωρ, άνοιξε με απο πίσω". 

Αργότερα όταν Υπουργός Συγκοινωνιών έγινε ο Βρανόπουλος της ΕΡΕ, έβαλε μικρόφωνα στο κάθισμα του εισπράκτορα και έγιναν κάποιες βελτιώσεις: Είσοδος από την πίσω πόρτα μόνον και ο εισπράκτορας ήταν πια καθιστός στο πίσω τμήμα του λεωφορείου.

Τα ταξί

Αθήνα, δεκαετία '50, "πιάτσα" ταξί
Μετά τον πόλεμο οι αμαξάδες της Κηφισιάς πήραν άδειες ταξί και κάτι μαύρα Φορντ μοντέλα του 1926.

Αργότερα εμφανίσθηκαν κάτι τεραστία Plymouth, Chevrolet, De Soto, που έκαιγαν ένα σκασμό βενζίνη. Η βενζίνη πουλιόταν τότε με το γαλόνι και οι αντλίες ηταν αναλογικές με ρολόγια. Το χρώμα του ΤΑΞΙ ήταν ελεύθερο και δεν υπήρχε η ταμπέλα «ΤΑΧΙ». Το αναγνώριζες από την ταμπελίτσα του ταξίμετρου (την έλεγαν σημαία λόγω σχήματος) και έγραφε την ένδειξη ΕΛΕΥΘΕΡΟΝ. Από εκεί παρέμεινε η έκφραση «πτώση σημαίας», που έδειχνε το αρχικό ποσό χρέωσης μόλις ο ταξιτζής κατέβαζε το μοχλό της σημαίας.
Τότε πια η σημαία δεν φαίνονταν. Όμως τα ταξί τα αναγνώριζες από μακριά, γιατί κανένας ιδιώτης δεν είχε τέτοιου μεγέθους αυτοκίνητο.

Ο κουρέας


Ο κουρέας δεν έβαζε βδέλλες ούτε έκοβε βεντούζες όπως παλιά. Το κουρείο όμως ήταν κι αυτό στέκι. Πολλοί ηλικιωμένοι το επισκεπτόντουσαν καθημερινά για ξύρισμα. Στο ξύρισμα χρησμοποιούνταν ξυράφι. Το ακόνιζαν σε πέτσινο λουρί και μετά την σαπουνάδα στο λεκανάκι. Το κούρεμα γινόταν με χειροκίνητη μηχανή "εν χρώ" για τους μαθητές, κοινώς γουλί.

Στην Κυψέλη είχαμε στην Σκύρου και Σπετσών τον κυρ-Νίκο, και τον κ. Σπύρο Πουλή στην οδό Κυψέλης, μεταξύ Σκύρου και Ευβοίας. Οι πιο ηλικιωμένοι, (πχ. ο παππούς μου) ζητούσαν τις υπηρεσίες του κουρέα στο σπίτι. Ο παππούς μου απέρριπτε κάθε καθυστέρηση από την συμφωνημένη ώρα, χωρίς καμμία σοβαρή δικαιολογία για την απόρριψη, παρά μόνον, ότι δεν ήθελε να γίνει "όργανον του κουρέως". Οι κουρείς ήταν κατά κανόνα μουζικάντες, λαλίστατοι, και εκτροφείς καναρινιών.

Το μπακάλικο

Το μπακάλικο του Κίκιζα ήταν γνωστό σ' όλη την Αθήνα. Βρισκόταν στη γωνία Λένορμαν και Παλαμηδίου. Ήταν το μεγαλύτερο μπακάλικο της τότε Αθήνας και λειτουργούσε από το 1925. Απασχολούσε περισσότερους από είκοσι υπαλλήλους, όταν τα μεγαλύτερα μπακάλικα της εποχής απασχολούσαν πέντε ή έξι υπαλλήλους.
Όταν δεν μπορούσαν οι Αθηναίοι να βρουν ένα είδος σε άλλα μπακάλικα το έβρισκαν στου Κίκιζα και πάντα φρέσκο, δεδομένου ότι είχε πολλή δουλειά και τίποτα δεν έμενε στις αποθήκες για καιρό. Μία από τις στάσεις του 11-τραμ που άρχιζε από την Κολοκυνθού και τελείωνε στο τέρμα της οδού Ιπποκράτους-λεγόταν στάση Κίκιζα κι αυτό διευκόλυνε τον κόσμο που ήθελε να ψωνίσει εκεί.

Το Σαββατόβραδο γινόταν "πατείς με πατώ σε" εκεί μέσα, μέχρι που ερχόταν αστυφύλακας για την τάξη, αλλά ο Κίκιζας δεν έδινε ποτέ βερεσέ. Για να ψωνίσεις εκεί, έπρεπε να 'χεις τα λεφτά στο χέρι και καθώς στην περιοχή εκείνη κατοικούσαν μεροκαματιάρηδες άνθρωποι, που πληρώνονταν κάθε Σάββατο, τις άλλες μέρες ψώνιζαν με το βιβλιαράκι στα μικρά μπακάλικα.

Το κωμικό σ' αυτή την υπόθεση, (αν μπορεί να λεχθεί ως κωμικό) ήταν ότι το Σαββατόβραδο οι μικρό-μπακάληδες, που συνήθως δεν είχαν δουλειά, στέκονταν στην εξώπορτα του μαγαζιού τους και παρακολουθούσαν τις νοικοκυρές που πήγαιναν στον Κίκιζα να ψωνίσουν και σ' όποια έπαιρνε το μάτι τους φώναζαν, «κυρά-Πηνειώ, απόψε που 'χεις λεφτά πας στον Κίκιζα, αλλά έλα τη Δευτέρα με το βιβλιαράκι, δε θα σου δώσω τίποτα βερεσέ». Οι νοικοκυρές χαμογελούσαν αλλά δεν έπιανε η απειλή και πήγαιναν να ψωνίσουν στον Κίκιζα.

Το μπακάλικο λειτούργησε μέχρι το 1972 οπότε και έκλεισε. Ήταν ο πρόδρομος των σημερινών σούπερ μάρκετ.

Δεν υπάρχουν σχόλια: